- αραδιαστά
- επίρρ. в ряд, в линию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στιχηδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά στίχους, κατά σειρά, αραδιαστά («στιχηδὸν τοὺς νεανίας διαστῆναι», Ηρωδιαν.) αρχ. 1. (σχετικά με χειρόγραφο) σε στίχους, σε γραμμές («στιχηδὸν γεγραμμένα», Σχόλ. Διον. Θρ.) 2. φρ. «ἐπιγραφὴ στιχηδὸν» επιγραφή τής οποίας τα… … Dictionary of Greek
αραδιαστός — ή, ό επίρρ. ά τοποθετημένος στη σειρά: Βάζε τα σύκα αραδιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)